Πατρεύς: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(3b)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
==English==
[[Patraean]], [[man of Patrae]], [[man of Patras]]
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[Πάτραι]]<br />ο [[μόνιμος]] [[κάτοικος]] ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[Πάτραι]]<br />ο [[μόνιμος]] [[κάτοικος]] ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.

Revision as of 08:56, 7 October 2019

English

Patraean, man of Patrae, man of Patras

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ Πάτραι
ο μόνιμος κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.

Russian (Dvoretsky)

Πατρεύς: έως adj. m (acc. pl. Πατρέας, поздн. Πατρεῖς) патрский, патрейский Thuc., Plut.