ποικιλόγαρυς: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(3b)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόγᾱρυς:''' υος adj. дор. = [[ποικιλόγηρυς]].
|elrutext='''ποικῐλόγᾱρυς:''' υος adj. дор. = [[ποικιλόγηρυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόγᾱρυς -υος [ποικίλος, γῆρυς] Dor., met gevarieerde klanken.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

dor. c. ποικιλόγηρυς.

English (Slater)

ποικῐλόγᾱρυς
   1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόγᾱρυς: υος adj. дор. = ποικιλόγηρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόγᾱρυς -υος [ποικίλος, γῆρυς] Dor., met gevarieerde klanken.