σύγκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκοπος''': -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων [[κάτω]] ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.
|lstext='''σύγκοπος''': -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων [[κάτω]] ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συγκόπτω]]<br />αυτός που πέφτει [[κάτω]] εξαιτίας συγκοπής.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκοπος Medium diacritics: σύγκοπος Low diacritics: σύγκοπος Capitals: ΣΥΓΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sýnkopos Transliteration B: synkopos Transliteration C: sygkopos Beta Code: su/gkopos

English (LSJ)

ον, (

   A συγκοπή 111) falling down in a swoon, D.S. 3.57.

German (Pape)

[Seite 969] von Menschen, die plötzlich entkräftet niederstürzen und wie zerschlagen sind, D. Sic. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοπος: -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων κάτω ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.

Greek Monolingual

-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.

Russian (Dvoretsky)

σύγκοπος: лишившийся чувств: σύγκοπον γενέσθαι Diod. упасть в обморок.