συναναστομόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναναστομόομαι:''' сливаться устьями (ὁ [[Πόντος]] συνανεστώμοται τῇ Προποντίδι Arst.). | |elrutext='''συναναστομόομαι:''' [[сливаться устьями]] (ὁ [[Πόντος]] συνανεστώμοται τῇ Προποντίδι Arst.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:00, 20 August 2022
German (Pape)
[Seite 1000] mit od. zugleich münden, sich durch eine Mündung mit andern ergießen, συνανεστόμωται Arist. mund. 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναναστομόομαι: Παθητ., συνάπτομαι διὰ στομίου ἢ ἀνοίγματος, ἀνοίγομαι ὁμοῦ πρός..., τὸ ἔξω [[[πέλαγος]]] συνανεστόμωται τῇ Προποντίδι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10, πρβλ. Γαλην. 4. 76, 78˙ ― οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., λίμνη Μαιῶτις εἰς τὸν Ὠκεανὸν συναναστομοῦσα Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 37˙ ― πρβλ. συστομόομαι.
Russian (Dvoretsky)
συναναστομόομαι: сливаться устьями (ὁ Πόντος συνανεστώμοται τῇ Προποντίδι Arst.).