χοροίτυπος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(4b)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χοροίτῠπος:''' ударяемый в такт пляски ([[λύρα]] HH).
|elrutext='''χοροίτῠπος:''' ударяемый в такт пляски ([[λύρα]] HH).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[χοροιτύπος]] [epic for χορότυπος]<br />proparox. [[χοροίτυπος]], ον, [[pass]]. played to the [[choral]] [[dance]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé (de l’archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].

Russian (Dvoretsky)

χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).

Middle Liddell

[cf. χοροιτύπος [epic for χορότυπος]
proparox. χοροίτυπος, ον, pass. played to the choral dance, Hhymn.