χοροίτυπος: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(4b) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χοροίτῠπος:''' ударяемый в такт пляски ([[λύρα]] HH). | |elrutext='''χοροίτῠπος:''' ударяемый в такт пляски ([[λύρα]] HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[cf. [[χοροιτύπος]] [epic for χορότυπος]<br />proparox. [[χοροίτυπος]], ον, [[pass]]. played to the [[choral]] [[dance]], Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé (de l’archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
Russian (Dvoretsky)
χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).
Middle Liddell
[cf. χοροιτύπος [epic for χορότυπος]
proparox. χοροίτυπος, ον, pass. played to the choral dance, Hhymn.