κολόκυνθα: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(nl)
m (pape replacement)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κολόκυνθα -ης, ἡ, ook κολοκύνθη; Att. ook κολόκυντα -ης, later κολοκύντη -ης; ook ὁ κολόκυνθος en κολόκυντος, pompoen.
|elnltext=κολόκυνθα -ης, ἡ, ook κολοκύνθη; Att. ook κολόκυντα -ης, later κολοκύντη -ης; ook ὁ κολόκυνθος en κολόκυντος, pompoen.
}}
{{pape
|ptext=Sp. = [[κολοκύνθη]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
citrouille plante et fruit.
Étymologie: cf. κολοκύνθη.

Russian (Dvoretsky)

κολόκυνθα: ἡ = κολοκύνθη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολόκυνθα -ης, ἡ, ook κολοκύνθη; Att. ook κολόκυντα -ης, later κολοκύντη -ης; ook ὁ κολόκυνθος en κολόκυντος, pompoen.

German (Pape)

Sp. = κολοκύνθη.