γρομφάς: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(1b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γρομφάς''': -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ | |lstext='''γρομφάς''': -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[γράφω]] (Δωρ. [[γρόφω]]), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
German (Pape)
[Seite 507] άδος, u. γρομφίς, ίδος, ἡ, Mutterschwein, Sau, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γρομφάς: -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ γράφω (Δωρ. γρόφω), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs).
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ cerda vieja Hsch., Gloss.3.18, cf. γρόμφις.
Greek Monolingual
γρομφάς (-άδος) και γρόμφις (-ιος), η (Α)
η γουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους].
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: ὗς παλαιά, σκρόφα H.
Other forms: γρόμφις, -ιος f. (Hippon., H.), γρόμφαινα f.
Derivatives: γρομφάζω grunt (Gloss.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatop. words. Cf. γρύζω, and στομφάζω speak loudly. - Is Lat. scrōfa sow a loan from Greek (note the absence of the nasal\/prenasalization)?