λιμπάνω: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(2) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμπάνω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[λείπω]], Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ. | |lstext='''λιμπάνω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[λείπω]], Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ.· ἀλλαχοῦ εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, κατα-[[λιμπάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
collat. form of λείπω, Hp.Morb.4.55, Arat.128, Hdn.Gr. 2.10: elsewh. only in compds. ἀπο-, κατα-, ὑπο-λιμπάνω; not in Hom. exc. as v. l. in Il.11.604 (PTeb.266).
German (Pape)
[Seite 48] = λείπω, im praes. u. impf., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λιμπάνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ λείπω, Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ.· ἀλλαχοῦ εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, κατα-λιμπάνω.
French (Bailly abrégé)
c. λείπω.
Greek Monolingual
λιμπάνω (Α)
λείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λείπω.
Frisk Etymological English
See also: s. λείπω.