αγχιστεία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἀγχιστεῖα, τα (Α) [[ἄγχιστος]]<br />η εξ αίματος [[συγγένεια]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἀγχιστεία]]) [[ἄγχιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγγένεια]] που προκύπτει από γάμο και ακριβέστερα η [[συγγένεια]] του ενός από τους συζύγους [[προς]] τους συγγενείς του άλλου, ή τών συγγενών και των δύο συζύγων [[μεταξύ]] τους, η [[κηδεστία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εγγύτατη, η πιο κοντινή, η εξ αίματος [[συγγένεια]]<br /><b>2.</b> δικαιώματα που προέρχονται από αυτή τη [[συγγένεια]], κληρονομικά δικαιώματα<br /><b>3.</b> [[αποκλεισμός]] από κάποιο [[δικαίωμα]] λόγω καταγωγής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
(I)
ἀγχιστεῖα, τα (Α) ἄγχιστος
η εξ αίματος συγγένεια.
(II)
η (Α ἀγχιστεία) ἄγχιστος
νεοελλ.
συγγένεια που προκύπτει από γάμο και ακριβέστερα η συγγένεια του ενός από τους συζύγους προς τους συγγενείς του άλλου, ή τών συγγενών και των δύο συζύγων μεταξύ τους, η κηδεστία
αρχ.
1. η εγγύτατη, η πιο κοντινή, η εξ αίματος συγγένεια
2. δικαιώματα που προέρχονται από αυτή τη συγγένεια, κληρονομικά δικαιώματα
3. αποκλεισμός από κάποιο δικαίωμα λόγω καταγωγής.