ἀγχιστεία
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ἡ, (ἄγχιστος)
A close kinship, ἡ τοῦ γένους ἀγχιστεία Pl.Lg. 924d; ἀ. ὑπάρχει τινὶ πρός τινα Arist.Rh.1385a3.
2 rights of kin, right of inheritance, Ar.Av.1661; προτέροις τοῖς ἄρρεσι τῶν θηλειῶν τὴν ἀγχιστείαν πεποίηκε Is.7.20; νόθῳ μηδὲ νόθῃ εἶναι ἀγχιστείαν Id.6.47, Lex ap.D.43.51; ταῖς ἀ. πρότεροι ὄντες τινός Is.7.44, cf. D.44.2.
3 exclusion by descent, LXX Ne.13.29.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1parentesco próximo por consanguinidad reconocido por la ley ἡ τοῦ γένους ἀ. Pl.Lg.924d, πρὸς οὓς ὑπάρχει αὐτοῖς ἀ. Arist.Rh.1385a3, cf. PDryton 33.7 (II a.C.).
2 derecho preferente a heredar a un pariente νόθῳ δὲ μὴ εἶναι ἀγχιστείαν Sol.Lg.50a, 50b, προτέροις τοῖς ἄρρεσι τῶν θηλειῶν τὴν ἀγχιστείαν πεποίηκε Is.7.20, νόθῳ δὲ μηδὲ νόθῃ μὴ εἶναι ἀγχιστείαν Is.6.47, ταῖς ἀγχιστείαις πρότεροι ὄντες τινός Is.7.44, cf. 11.11, D.44.2, LXX Ru.4.7, PDura 12.17 (III d.C.).
3 familiaridad, trato, relación estrecha Plu.Num.8, Gr.Nyss.Hom.in Cant.279.14.
II hebr. ge’ul.lah, derecho de rescate Aq.Ie.32.7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 proche parenté reconnue par la loi ; droit d'héritage comme proche parent reconnu par la loi;
2 familiarité, intimité ; πρὸς τὸ θεῖον ἀγχιστεία PLUT commerce intime avec la divinité.
Étymologie: ἀγχιστεύω.
Greek Monotonic
ἀγχιστεία: ἡ (ἀγχιστεύω),
1. εγγύτητα γένους, συγγένεια, σε Πλάτ.
2. δικαιώματα συγγένειας, δικαίωμα κληρονομιάς, σε Αριστοφ.
German (Pape)
ἡ, nahe Verwandtschaft, τοῦ γένους Plat. Legg. XI.924d; ἡ πρὸς τὸ θεῖον ἀγχ, Plut. Num. 8. Dah. Erbfolgerecht, κατὰ τὴν ἀγχ, Isae. 1.4; μήθ' ὁσίων ἀγχιστείαν νόθῳ μηδὲ νόθῃ εἶναι 6.47; das Gesetz darüber, s. Ar. Av. 1661 und Dem. 43.51; τῆς ἀγχιστείας ἀποστερεῖν Lept. 102; vgl. Wolf.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχιστεία: ἡ
1 близость, тесное общение (πρὸς τὸ θεῖον Plut.): ἡ τοῦ γένους ἀ. Plat. родственная близость;
2 родственные связи, родство (πρός τινα Arst.);
3 право наследования Arph., Isae., Dem.
Middle Liddell
ἀγχιστεύω
1. nearness of kin, Plat.
2. rights of kin, right of inheritance, Ar.
English (Woodhouse)
being next of kin, closeness of relationship, degree of relationship, nearness of relationship, right of inheriting, right of succession
Mantoulidis Etymological
(=συγγένεια). Παράγωγο τοῦ ἀγχιστεύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγχιστεύω.