εκθύω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με αιτ. πράγμ.) [[εξιλεώνω]], [[εξαγνίζω]] («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. [[ἄγος]]] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (μέσ. με αιτ. προσ.) [[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]] («[[τίνα]] δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με αιτ. πράγμ.) [[εξιλεώνω]], [[εξαγνίζω]] («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. [[ἄγος]]] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (μέσ. με αιτ. προσ.) [[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]] («[[τίνα]] δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῖν μόχθων [[ἀνάπαυλα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) <b>(απολ.)</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />δ) [[αποτρέπω]] ένα [[κακό]] με [[θυσία]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br />(για εξανθήματα) [[παρουσιάζομαι]] εξαιτίας πυρετού. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 26 March 2021
Greek Monolingual
(I)
ἐκθύω (Α)
1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω
3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.)
β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω («τίνα δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῖν μόχθων ἀνάπαυλα», Ευρ.)
γ) (απολ.) προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
δ) αποτρέπω ένα κακό με θυσία.
(II)
ἐκθύω (Α)
(για εξανθήματα) παρουσιάζομαι εξαιτίας πυρετού.