περικυκλώ: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ [[κυκλώ]], -<i>έω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] από όλες τις πλευρές, [[περικυκλώνω]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]] με τους βραχίονες, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] κυκλικά, [[ολόγυρα]], [[περιστρέφω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περικυκλοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κυμαίνομαι.<br /> <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περικυκλώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ [[κυκλώ]], -<i>έω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] από όλες τις πλευρές, [[περικυκλώνω]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]] με τους βραχίονες, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] κυκλικά, [[ολόγυρα]], [[περιστρέφω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περικυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κυμαίνομαι.<br /> <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περικυκλώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
-έω, ΜΑ κυκλώ, -έω]]
μσν.
1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω
2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω
αρχ.
1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω
2. παθ. περικυκλοῦμαι, -έομαι
κυμαίνομαι.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. περικυκλώνω.