διαρραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(1a)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαρραίνομαι:''' растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).
|elrutext='''διαρραίνομαι:''' [[растекаться]], [[стекать отовсюду]] (ἔκ τινος Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to [[flow]] all ways, Soph.
|mdlsjtxt=Pass. to [[flow]] all ways, Soph.
}}
}}

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).

Greek Monotonic

διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).

Middle Liddell

Pass. to flow all ways, Soph.