φλέος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fleos | |Transliteration C=fleos | ||
|Beta Code=fle/os | |Beta Code=fle/os | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[φλέως]], [[φλοῦς]], Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[βασκανία]], [[φθορά]], Id. ( | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[φλέως]], [[φλοῦς]], Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[βασκανία]], [[φθορά]], Id. ([[φλεός]] cod., Theognost.<span class="title">Can.</span>49). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> φλέος, epith. of Dionysus, <span class="title">SIG</span>1003.1 (Priene, ii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:00, 8 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A = φλέως, φλοῦς, Hsch. II = βασκανία, φθορά, Id. (φλεός cod., Theognost.Can.49). III φλέος, epith. of Dionysus, SIG1003.1 (Priene, ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
φλέος: ὁ, = φλέως, φλοῦς, «φλέος· βασκανία. φθορά, καὶ ὁ αἴλιος φλοιὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
βλ. φλέως.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «βασκανία, φθορά».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος αποτελεί πιθ. παρ. του ρ. φλέω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλέω), οπότε αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «φλυαρία, λόγια συκοφαντικά, βλαβερά». Το γένος του τ. παραμένει ανεξακρίβωτο. Πρόκειται πιθ. για ουδ., οπότε θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παρλλ. τ. της λ. φλύος (τὸ) «φλυαρία» (< φλύω)].