ἄπατος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (με <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>)<br />εγώ ο [[ίδιος]], [[μόνος]] μου, [[ατός]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από φρ. όπως <i>απ</i>' [[αυτού]], <i>απ</i>' <i>αυτόν</i>, <i>απ</i>' <i>αυτής</i> κ.λπ. &GT; ονομ. [[απαυτός]] &GT; [[απατός]], με [[παρετυμολογία]] [[προς]] το [[ατός]]].
|mltxt=-ή, -ό (με <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>)<br />εγώ ο [[ίδιος]], [[μόνος]] μου, [[ατός]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από φρ. όπως <i>απ</i>' [[αυτού]], <i>απ</i>' <i>αυτόν</i>, <i>απ</i>' <i>αυτής</i> κ.λπ. > ονομ. [[απαυτός]] > [[απατός]], με [[παρετυμολογία]] [[προς]] το [[ατός]]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] πάτο, [[χωρίς]] πυθμένα<br /><b>2.</b> (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άπατα</i> τα πολύ [[βαθιά]] μέρη της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.<br /><b>(II)</b><br />[[ἄπατος]], -ον (Α) [[άτη]]<br />αυτός που έχει απαλλαγεί από [[ευθύνη]] ή [[ενοχή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] πάτο, [[χωρίς]] πυθμένα<br /><b>2.</b> (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άπατα</i> τα πολύ [[βαθιά]] μέρη της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.<br /><b>(II)</b><br />[[ἄπατος]], -ον (Α) [[άτη]]<br />αυτός που έχει απαλλαγεί από [[ευθύνη]] ή [[ενοχή]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπᾱτος Medium diacritics: ἄπατος Low diacritics: άπατος Capitals: ΑΠΑΤΟΣ
Transliteration A: ápatos Transliteration B: apatos Transliteration C: apatos Beta Code: a)/patos

English (LSJ)

ον, (ἄτη)

   A immune from punishment, Leg.Gort.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπατος: ὁ μὴ ὑπεύθυνος, ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inmune, que no puede ser castigado, ICr.4.72.2.1 (V a.C.), cf. 2.12.3.5 (Eleuterna V/IV a.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (με μου, σου, του)
εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ' αυτού, απ' αυτόν, απ' αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός].

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο χωρίς πάτο, χωρίς πυθμένα
2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπατα τα πολύ βαθιά μέρη της θάλασσας
3. επίρρ. «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.
(II)
ἄπατος, -ον (Α) άτη
αυτός που έχει απαλλαγεί από ευθύνη ή ενοχή.