αγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -γος, -η, -ο (Α [[ἀγέννητος]], -ον)<br />αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο [[αυθύπαρκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γέννησε [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αγέννητος]]<br />α) ο [[διάβολος]]<br />β) [[πανούργος]], [[πονηρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ταπεινής καταγωγής<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>γεννῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγεννησία]]].
|mltxt=και -γος, -η, -ο (Α [[ἀγέννητος]], -ον)<br />αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο [[αυθύπαρκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γέννησε [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αγέννητος]]<br />α) ο [[διάβολος]]<br />β) [[πανούργος]], [[πονηρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ταπεινής καταγωγής<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>γεννῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγεννησία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

και -γος, -η, -ο (Α ἀγέννητος, -ον)
αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος
2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος
α) ο διάβολος
β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος
αρχ.
1. ο ταπεινής καταγωγής
2. αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γεννῶ.
ΠΑΡ. αγεννησία].