περιττοσύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περιττοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ, και [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περιττοσύλλαβα</i><br /><b>γραμμ.</b> α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο [[λιμήν]], <i>του λιμένος</i> κ.λπ. στον εν. και <i>οι λιμένες</i>, <i>τών λιμένων</i> κ.λπ. στον πληθ.<br />β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, [[καθώς]] και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν [[περιττοσυλλαβία]] σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού [[αλλά]] και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο [[ψαράς]] - <i>οι ψαράδες</i>... κ.λπ., <i>η [[αλεπού]] - <i>οι αλεπούδες</i>... κ.λπ., <i>το [[βήμα]] - <i>του βήματος</i> - <i>τα βήματα</i> κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται [[σήμερα]] ως ανισοσύλλαβα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει μια [[συλλαβή]] περισσότερη από άλλον («γενική [[περισσοσύλλαβος]]», Απολλ. Δύσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττοσυλλάβως</i> και <i>περισσοσυλλάβως</i> Μ<br />με μια [[συλλαβή]] περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», <b>Στέφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλαβή]].
|mltxt=-η, -ο / [[περιττοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ, και [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περιττοσύλλαβα</i><br /><b>γραμμ.</b> α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο [[λιμήν]], <i>του λιμένος</i> κ.λπ. στον εν. και <i>οι λιμένες</i>, <i>τών λιμένων</i> κ.λπ. στον πληθ.<br />β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, [[καθώς]] και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν [[περιττοσυλλαβία]] σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού [[αλλά]] και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο [[ψαράς]] - <i>οι ψαράδες</i>... κ.λπ., η [[αλεπού]] - <i>οι αλεπούδες</i>... κ.λπ., <i>το [[βήμα]] - <i>του βήματος</i> - <i>τα βήματα</i> κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται [[σήμερα]] ως ανισοσύλλαβα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει μια [[συλλαβή]] περισσότερη από άλλον («γενική [[περισσοσύλλαβος]]», Απολλ. Δύσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττοσυλλάβως</i> και <i>περισσοσυλλάβως</i> Μ<br />με μια [[συλλαβή]] περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», <b>Στέφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλαβή]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο / περιττοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, -ον, ΜΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα
γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο λιμήν, του λιμένος κ.λπ. στον εν. και οι λιμένες, τών λιμένων κ.λπ. στον πληθ.
β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, καθώς και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν περιττοσυλλαβία σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού αλλά και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο ψαράς - οι ψαράδες... κ.λπ., η αλεπού - οι αλεπούδες... κ.λπ., το βήμα - του βήματος - τα βήματα κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται σήμερα ως ανισοσύλλαβα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μια συλλαβή περισσότερη από άλλον («γενική περισσοσύλλαβος», Απολλ. Δύσκ.).
επίρρ...
περιττοσυλλάβως και περισσοσυλλάβως Μ
με μια συλλαβή περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», Στέφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός + συλλαβή.