καυστήριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καυστήριος]], -ία, -ον (ΑΜ) [[καυστήρ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καυτηριάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καυστηρία]]<br />η [[καυτηρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καυστήριον]] (μτγν. τ. του [[καυτήριον]])<br />το κεραμευτικό [[καμίνι]].
|mltxt=[[καυστήριος]], -ία, -ον (ΑΜ) [[καυστήρ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καυτηριάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[καυστηρία]]<br />η [[καυτηρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καυστήριον]] (μτγν. τ. του [[καυτήριον]])<br />το κεραμευτικό [[καμίνι]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

καυστήριος, -ία, -ον (ΑΜ) καυστήρ
μσν.
1. αυτός που καυτηριάζει
2. το θηλ. ως ουσ.καυστηρία
η καυτηρίαση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. του καυτήριον)
το κεραμευτικό καμίνι.