πρόσεργος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρόσεργος:''' постоянно работающий, неутомимый ([[ἄτρακτος]] Anth.). | |elrutext='''πρόσεργος:''' [[постоянно работающий]], [[неутомимый]] ([[ἄτρακτος]] Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
German (Pape)
[Seite 762] zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον
α) κέρδος από χρήματα, τόκος
β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔργον (πρβλ. πάρ-εργον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.
Russian (Dvoretsky)
πρόσεργος: постоянно работающий, неутомимый (ἄτρακτος Anth.).