πρόσεργον

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεργον Medium diacritics: πρόσεργον Low diacritics: πρόσεργον Capitals: ΠΡΟΣΕΡΓΟΝ
Transliteration A: prósergon Transliteration B: prosergon Transliteration C: prosergon Beta Code: pro/sergon

English (LSJ)

τό,
A earnings, interest upon money, τὸ π. τῶν δέκα ἐτῶν v.l. in D.27.17,35,39.
II extra work, i.e. to be paid for when completed, IG7.3073.8, al. (Lebad., ii B.C.).—The Adj. πρόσεργος is dub.l.in AP6.288 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
intérêts d'une somme d'argent.
Étymologie: πρός, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεργον: τό прибыль, доход от процентов Dem.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεργον: τό, κέρδος, τόκος χρημάτων, Δημ. 819. 2., 824. 21., 825. 26, Δινδ. (κοινῶς ἔργον). ― Τὸ ἐπίθετον πρόσεργος ἀπαντᾷ ὡς ἡμαρτημένη γραφὴ ἐν Ἀνθολ. Π. 6. 288· ὁ Meineke ἐριουργόν.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. πρόσεργος.

Greek Monotonic

πρόσεργον: τό, κέρδη, ενδιαφέρον για τα χρήματα, σε Δημ.

Middle Liddell

πρόσ-εργον, ου, τό,
earnings, the interest of money, Dem.