οίκοθεν: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οἴκοθεν]] και οἴκοθε)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από το [[σπίτι]], από την [[οικία]] («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων [[οἴκοθεν]] [[οἴκαδε]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> από την [[πατρίδα]] («[[οἴκοθεν]] ἐκ Κλαζομενῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αφ' [[εαυτού]], αυτοπροαίρετα, εκουσίως<br /><b>4.</b> με προσωπική [[κρίση]] («λέγειν μὲν [[οἴκοθεν]] [[οὐδέν]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νοείται [[οίκοθεν]]» — [[είναι]] αυτονόητο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[χωρίς]] [[έννοια]] κινήσεως) στο [[σπίτι]] ή στην [[πατρίδα]] («[[οἴκοθεν]] τὸν πόλεμον ἔχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> εκ φύσεως, εξ ιδιοσυστασίας, από φυσικού («τὸν νοῡν διδάσκαλον [[οἴκοθεν]] ἔχουσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> εξ ολοκλήρου, απολύτως («ψευδεῑς [[οἴκοθεν]] δόξας ἔχοντες», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> (ενάρθρως [[αντί]] ουσ.) α) ὁ [[οἴκοθεν]]<br />ο [[πάτριος]]<br />β) τὰ [[οἴκοθεν]]<br />οι οικιακές υποθέσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐθὺς [[οἴκοθεν]] ὑπάρχει παισὶν οὖσιν» — υπάρχει από μικρή [[ηλικία]]<br />β) «τὸ [[γένος]] [[οἴκοθεν]]»<br />(για δούλο) [[οικογενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> / -<i>θε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ουρανό</i>-<i>θεν</i>, <i>ποντό</i>-<i>θεν</i>)].
|mltxt=(Α [[οἴκοθεν]] και οἴκοθε)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από το [[σπίτι]], από την [[οικία]] («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων [[οἴκοθεν]] [[οἴκαδε]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> από την [[πατρίδα]] («[[οἴκοθεν]] ἐκ Κλαζομενῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αφ' [[εαυτού]], αυτοπροαίρετα, εκουσίως<br /><b>4.</b> με προσωπική [[κρίση]] («λέγειν μὲν [[οἴκοθεν]] [[οὐδέν]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νοείται [[οίκοθεν]]» — [[είναι]] αυτονόητο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[χωρίς]] [[έννοια]] κινήσεως) στο [[σπίτι]] ή στην [[πατρίδα]] («[[οἴκοθεν]] τὸν πόλεμον ἔχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> εκ φύσεως, εξ ιδιοσυστασίας, από φυσικού («τὸν νοῦν
διδάσκαλον [[οἴκοθεν]] ἔχουσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> εξ ολοκλήρου, απολύτως («ψευδεῑς [[οἴκοθεν]] δόξας ἔχοντες», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> (ενάρθρως [[αντί]] ουσ.) α) ὁ [[οἴκοθεν]]<br />ο [[πάτριος]]<br />β) τὰ [[οἴκοθεν]]<br />οι οικιακές υποθέσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐθὺς [[οἴκοθεν]] ὑπάρχει παισὶν οὖσιν» — υπάρχει από μικρή [[ηλικία]]<br />β) «τὸ [[γένος]] [[οἴκοθεν]]»<br />(για δούλο) [[οικογενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> / -<i>θε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ουρανό</i>-<i>θεν</i>, <i>ποντό</i>-<i>θεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:16, 27 March 2021

Greek Monolingual

οἴκοθεν και οἴκοθε)
επίρρ.
1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.)
2. από την πατρίδαοἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.)
3. αφ' εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως
4. με προσωπική κρίση («λέγειν μὲν οἴκοθεν οὐδέν», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. «νοείται οίκοθεν» — είναι αυτονόητο
αρχ.
1. (συχνά χωρίς έννοια κινήσεως) στο σπίτι ή στην πατρίδαοἴκοθεν τὸν πόλεμον ἔχειν», Πλάτ.)
2. εκ φύσεως, εξ ιδιοσυστασίας, από φυσικού («τὸν νοῦν

διδάσκαλον οἴκοθεν ἔχουσα», Ευρ.)
3. εξ ολοκλήρου, απολύτως («ψευδεῑς οἴκοθεν δόξας ἔχοντες», Αισχίν.)
4. (ενάρθρως αντί ουσ.) α) ὁ οἴκοθεν
ο πάτριος
β) τὰ οἴκοθεν
οι οικιακές υποθέσεις
5. φρ. α) «εὐθὺς οἴκοθεν ὑπάρχει παισὶν οὖσιν» — υπάρχει από μικρή ηλικία
β) «τὸ γένος οἴκοθεν»
(για δούλο) οικογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -θεν / -θε (πρβλ. ουρανό-θεν, ποντό-θεν)].