αρραβωνίζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[ἀρραβωνίζω]], Α -ομαι) [[αρραβών]]<br /><b>1.</b> [[αρραβωνιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο [[παπάς]] αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους [[χωρίς]] να επηρεάζονται από δυσκολίες)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>αρραβωνίζομαι</i><br /><b>1.</b> [[εγγυώμαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>2.</b> αρραβωνιάζομαι («[[ἀρραβωνίζεται]] ὁ | |mltxt=(Μ [[ἀρραβωνίζω]], Α -ομαι) [[αρραβών]]<br /><b>1.</b> [[αρραβωνιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο [[παπάς]] αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους [[χωρίς]] να επηρεάζονται από δυσκολίες)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>αρραβωνίζομαι</i><br /><b>1.</b> [[εγγυώμαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>2.</b> αρραβωνιάζομαι («[[ἀρραβωνίζεται]] ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ...»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
(Μ ἀρραβωνίζω, Α -ομαι) αρραβών
1. αρραβωνιάζω
2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες)
αρχ.-μσν.
αρραβωνίζομαι
1. εγγυώμαι, αποδέχομαι
2. αρραβωνιάζομαι («ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ...»).