εξαρκώ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαρκώ, -έω)<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]], [[φτάνω]] («ὁ [[βίος]] μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αντέχω]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]], βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)<br /><b>4.</b> (με δοτ. ή αιτ.) α) [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[σπεύδω]] σε [[βοήθεια]]<br />β) έχω σε αρκετή [[ποσότητα]], έχω αρκετά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξαρκῶ [[ἐμοί]]» — [[είμαι]] ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]], μού φτάνει<br />β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ [[πρός]] τι» — [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]] για [[κάτι]]<br />γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — [[προσφέρω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />δ) «οὐκ ἐξαρκεῑ μόνον τινί» — δεν [[είναι]] αρκετό για κάποιον [[απλώς]] να...<br />ε) «ἐξαρκῶ πᾱσιν» — [[είμαι]] [[ικανός]] να τά βάλω με όλους.
|mltxt=(AM ἐξαρκώ, -έω)<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]], [[φτάνω]] («ὁ [[βίος]] μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αντέχω]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]], βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)<br /><b>4.</b> (με δοτ. ή αιτ.) α) [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[σπεύδω]] σε [[βοήθεια]]<br />β) έχω σε αρκετή [[ποσότητα]], έχω αρκετά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξαρκῶ [[ἐμοί]]» — [[είμαι]] ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]], μού φτάνει<br />β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ [[πρός]] τι» — [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]] για [[κάτι]]<br />γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — [[προσφέρω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />δ) «οὐκ ἐξαρκεῑ μόνον τινί» — δεν [[είναι]] αρκετό για κάποιον [[απλώς]] να...<br />ε) «ἐξαρκῶ πᾱσιν» — [[είμαι]] [[ικανός]] να τά βάλω με όλους.
}}
}}

Revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξαρκώ, -έω)
1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, Πλάτ.)
2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.)
3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά δυνατός, βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)
4. (με δοτ. ή αιτ.) α) βοηθώ, επικουρώ, σπεύδω σε βοήθεια
β) έχω σε αρκετή ποσότητα, έχω αρκετά
5. φρ. α) «ἐξαρκῶ ἐμοί» — είμαι ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, μού φτάνει
β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ πρός τι» — επαρκώ, είμαι αρκετός για κάτι
γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — προσφέρω υπέρ κάποιου
δ) «οὐκ ἐξαρκεῑ μόνον τινί» — δεν είναι αρκετό για κάποιον απλώς να...
ε) «ἐξαρκῶ πᾱσιν» — είμαι ικανός να τά βάλω με όλους.