Μεγάβυζος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1)</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2)</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen. | |elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1)</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2)</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
Russian (Dvoretsky)
Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1) персидский наместник в Аравии Xen.;
2) неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.