обматывать: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγκαλύπτω]] | |rueltext=[[ἐγκαλύπτω]] ;; [[περιελίσσω]] ;; [[περιελίττω]] ;; [[περιειλίσσω]] ;; [[καθελίσσω]] ;; [[κατειλίσσω]] ;; [[περισπειράω]] ;; [[περιειλέω]] ;; [[στέφω]] ;; [[ἀμφιπλέκω]] ;; [[ἐνάπτω]] ;; [[σφίγγω]] ;; [[ἀποσφίγγω]] ;; [[πτύσσω]] ;; [[κατειλέω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐγκαλύπτω ;; περιελίσσω ;; περιελίττω ;; περιειλίσσω ;; καθελίσσω ;; κατειλίσσω ;; περισπειράω ;; περιειλέω ;; στέφω ;; ἀμφιπλέκω ;; ἐνάπτω ;; σφίγγω ;; ἀποσφίγγω ;; πτύσσω ;; κατειλέω