ἀμφιπλέκω
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
aor. 2 part.Pass. πλακεῖσα Orph. A.881:—twine round, κείσθω δόρυ μοι μίτον ἀμφιπλέκειν ἀράχναις E.Fr.369 (lyr.); αὔραν ἀμφιπλέκειν καλάμοις, of musician, Telest.2.4; embrace, Opp.H.4.158; so in Pass., Orph.l.c.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. aor. pas. ἀμφιπλακεῖσα Orph.A.881]
I 1c. ac. entretejer, tejer en torno κείσθω δόρυ μοι μίτον ἀμφιπλέκειν ἀράχναις E.Fr.11M.
•envolver de un músico αὔραν ἀμφιπλέκων καλάμοις Telest.2.4
•abrazar κούρη ... νυμφίον ἀμφέπλεξεν Opp.H.4.158, cf. 304.
2 c. dat. ceñir, coronar στέμμασιν αὐλείας ἀμφιπλέκοντι θύρας AP 5.281 (Paul.Sil.).
II med.-pas. abrazarse ὡς ἀμφιπλακεῖσα περιπτύξασά τε μορφὰς στέρνα τε Orph.A.881.
German (Pape)
umflechten, umwinden, τινί, Telest. Ath. XIV.617b; Orph. Arg. 879; κροτάφοις στεφανίσκους Anacr. 40.6; θύρας στέμμασι Paul.Sil. 29 (V.281).
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπλέκω: переплетать, обвивать, обматывать (τινί τι Anacr., Eur., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπλέκω: περιτυλίσσω, πλέκω ὁλόγυρα, κείσθω δόρυ μοι μίτον ἀμφιπλέκειν ἀράχναις Εὐρ. Ἀποσπ. 370. 1, Ὀρφ., κτλ., αὔραν ἀμφιπλέκειν καλάμοις, ἐπὶ μουσικοῦ, Τελέστ. 4. Bgk.
Greek Monolingual
ἀμφιπλέκω (Α)
πλέκω ολόγυρα, περιτυλίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλέκω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίπλεκτος.