отставать: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσοφείλω]], [[προαφίσταμαι]], [[ἀφυστερέω]], [[καθυστερέω]], [[προαπολείπω]], [[ἐρωέω]], [[ἀφίστημι]], [[ὑστερίζω]], [[ἐλλείπω]], [[ὑστερέω]], [[ἐγκαταλείπω]] | |rueltext=[[ἡσσάομαι]], [[ἡττάομαι]], [[προσοφείλω]], [[προαφίσταμαι]], [[ἀφυστερέω]], [[καθυστερέω]], [[προαπολείπω]], [[ἐρωέω]], [[ἀφίστημι]], [[ὑστερίζω]], [[ἐλλείπω]], [[ὑστερέω]], [[ἐγκαταλείπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:07, 17 October 2024
Russian > Greek
ἡσσάομαι, ἡττάομαι, προσοφείλω, προαφίσταμαι, ἀφυστερέω, καθυστερέω, προαπολείπω, ἐρωέω, ἀφίστημι, ὑστερίζω, ἐλλείπω, ὑστερέω, ἐγκαταλείπω