ἡττάομαι
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
Attic for ἡσσάομαι.
Chinese
原文音譯:¹tt£w 赫他哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:減少
字義溯源:使惡化,次於,較小,擊敗,勝過,不及,制服,制伏;源自(ἥσσων / ἥττων)=更壞);而 (ἥσσων / ἥττων)出自(ἦθος)X*=輕微地)
出現次數:總共(3);林後(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 你們⋯不及(1) 林後12:13;
2) 被制伏(1) 彼後2:20;
3) 制伏(1) 彼後2:19
Mantoulidis Etymological
ἡττῶμαι καί ἡσσάομαι, ἡσσῶμαι (=εἶμαι κατώτερος, νικιέμαι, καταβάλλομαι). Ἀπό τό συγκριτικό ἐπίθ. ἥττ(σσ)ων πού παράγεται, ἀπό τό ἐπίρρ. ἦκα (ἠκ-j-ων > ἥττ(σσ)-ων).
Παράγωγα: ἧττα καί ἧσσα, ἡσσητέος, ἥττημα, ἥττησις, ἀήττητος.
German (Pape)
att. = ἡσσάομαι.