убедительный: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πιστευτικός]] | |rueltext=[[πιστευτικός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[περαντικός]], [[ἀσφαλής]], [[ἄμαχος]], [[ἀποδεικτικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[συνερκτικός]], [[πιστικός]], [[ἀναπειστήριος]], [[πειθός]], [[πειστικός]], [[συνακτικός]], [[πειστήριος]], [[πιθανός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
πιστευτικός, ἀξιοτέκμαρτος, περαντικός, ἀσφαλής, ἄμαχος, ἀποδεικτικός, εὐπειθής, εὐπιθής, συνερκτικός, πιστικός, ἀναπειστήριος, πειθός, πειστικός, συνακτικός, πειστήριος, πιθανός