Διογενής: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Diogenis | |Transliteration C=Diogenis | ||
|Beta Code=*diogenh/s | |Beta Code=*diogenh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sprung from Zeus]], in Hom. epith. of kings, <b class="b2">ordained and upheld by Zeus</b>, <span class="bibl">Il.1.337</span>, al.; δ. Ὀδυσεύς <span class="bibl">Od.2.352</span>; later, Δ. θεοί <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>301</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span>631</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1263</span>; <b class="b3">Διογενὲς κράτος</b>, of Pallas, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>127</span> (lyr.); δ. τέκνον <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>91</span>; Ἀμφίων <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>528</span>; <b class="b3">αἷμα τὸ δ</b>., of Achilles, <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span> 1195</span> (lyr.): generally, [[divine]], φάος <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>1258</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> parox., <b class="b3">Διογένης, ους, ὁ,</b> pr. n. [<b class="b3">Δῑ-</b> in Ep., ῑ in Trag.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:40, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A sprung from Zeus, in Hom. epith. of kings, ordained and upheld by Zeus, Il.1.337, al.; δ. Ὀδυσεύς Od.2.352; later, Δ. θεοί A.Th.301 (lyr.), Supp.631 (lyr.), Ar.Av.1263; Διογενὲς κράτος, of Pallas, A.Th.127 (lyr.); δ. τέκνον S.Aj.91; Ἀμφίων A.Th.528; αἷμα τὸ δ., of Achilles, E.Andr. 1195 (lyr.): generally, divine, φάος Id.Med.1258 (lyr.). II parox., Διογένης, ους, ὁ, pr. n. [Δῑ- in Ep., ῑ in Trag.]
Greek (Liddell-Scott)
Διογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Διός γεννηθείς, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ὡς ὁρισθέντων καὶ ὑποστηριζομένων ὑπὸ τοῦ Διὸς (ἐκ δέ Διὸς βασιλῆες Ἡσ. Θ. 96), οὐχὶ ὡς εἰ ὄντως ἐξ αὐτοῦ ἐγεννήθησαν· ὁ Αἰσχύλ. καλεῖ τοὺς θεοὺς αὐτούς : θεοὶ Διογενεῖς Θήβ. 301, Ἱκέτ. 631· ἡ Παλλὰς εἶνε Διογενὲς κράτος, Θήβ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 91· ὁ Ἀμφίων εἶνε Διογενὴς Θήβ. 528· αἷμα τὸ δ., ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· καθόλου, θεῖος, φάος ὁ αὐτ. Μηδ. 1258. ΙΙ. παροξ., Διογένης, ους, ὁ, κύρ. ὄνομα. [Δῑ- ἐν Ἐπ.].
Greek Monotonic
Διογενής: [ῑ] [στον Όμηρ.], -ές (γί-γνομαι), γεννημένος, προερχόμενος, σταλμένος από τον Δία· λέγεται για τους βασιλείς και ηγεμόνες, που ορίζονται και υποστηρίζονται από τον Δία, σε Όμηρ.· λέγεται για τους θεούς, σε Τραγ.