ἐπίγναφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίγνᾰφος''': -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 77· πρβλ. [[δευτερουργός]].
|lstext='''ἐπίγνᾰφος''': -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. [[δευτερουργός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίγναφος]], -ον (Α) [[επιγνάπτω]]<br />καθαρισμένος, [[καθαρός]].
|mltxt=[[ἐπίγναφος]], -ον (Α) [[επιγνάπτω]]<br />καθαρισμένος, [[καθαρός]].
}}
}}

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγνᾰφος Medium diacritics: ἐπίγναφος Low diacritics: επίγναφος Capitals: ΕΠΙΓΝΑΦΟΣ
Transliteration A: epígnaphos Transliteration B: epignaphos Transliteration C: epignafos Beta Code: e)pi/gnafos

English (LSJ)

ον,

   A cleaned, of clothes, Poll.7.77; cf. δευτερουργός II.

German (Pape)

[Seite 933] wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγνᾰφος: -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. δευτερουργός.

Greek Monolingual

ἐπίγναφος, -ον (Α) επιγνάπτω
καθαρισμένος, καθαρός.