τωθαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τωθαστικός''': -ή, -όν, ἐμπαίζων, [[χλευαστικός]], ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, [[Πολυδ]]. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.
|lstext='''τωθαστικός''': -ή, -όν, ἐμπαίζων, [[χλευαστικός]], ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τωθαστής]]<br />[[χλευαστικός]], [[εμπαικτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τωθαστικῶς</i> Α<br />χλευαστικά, περιπαικτικά.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τωθαστής]]<br />[[χλευαστικός]], [[εμπαικτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τωθαστικῶς</i> Α<br />χλευαστικά, περιπαικτικά.
}}
}}

Revision as of 21:04, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθαστικός Medium diacritics: τωθαστικός Low diacritics: τωθαστικός Capitals: ΤΩΘΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tōthastikós Transliteration B: tōthastikos Transliteration C: tothastikos Beta Code: twqastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mocking, scornful, ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. -κῶς D.L.4.2, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τωθαστικός: -ή, -όν, ἐμπαίζων, χλευαστικός, ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τωθαστής
χλευαστικός, εμπαικτικός.
επίρρ...
τωθαστικῶς Α
χλευαστικά, περιπαικτικά.