τωθαστικός
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
τωθαστική, τωθαστικόν, mocking, scornful, ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. τωθαστικῶς D.L.4.2, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τωθαστικός: -ή, -όν, ἐμπαίζων, χλευαστικός, ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τωθαστής
χλευαστικός, εμπαικτικός.
επίρρ...
τωθαστικῶς Α
χλευαστικά, περιπαικτικά.
German (Pape)
zum Spotten, Verhöhnen gehörig, geneigt, spöttisch, Poll. 6.123, 9.148; Sp.
• Adv., DL. 4.2.