διαβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβλητικός''': -ή, -όν, = [[διαβολικός]], [[Πολυδ]]. Ε', 118, 127.
|lstext='''διαβλητικός''': -ή, -όν, = [[διαβολικός]], Πολυδ. Ε', 118, 127.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβλητικός Medium diacritics: διαβλητικός Low diacritics: διαβλητικός Capitals: ΔΙΑΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diablētikós Transliteration B: diablētikos Transliteration C: diavlitikos Beta Code: diablhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = διαβολικός, Poll.5.118: -κή, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv. -κῶς Poll. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διαβλητικός: -ή, -όν, = διαβολικός, Πολυδ. Ε', 118, 127.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1calumnioso, Epist.Char.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2 subst. ἡ δ. el arte de la calumnia Aristo Phil.14.9.
II adv. -ῶς calumniosamente Poll.5.118.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός
2. αυτός μέσω του οποίου γίνεται η διαβολή.