καγχαστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καγχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, | |lstext='''καγχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, Πολυδ. Ζ΄, 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[καγχαστής]]) [[καγχάζω]]<br />αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά. | |mltxt=ο (Α [[καγχαστής]]) [[καγχάζω]]<br />αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A loud laugher, Phryn.PSp.78B., Poll.6.29.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, der laut, ausgelassen lacht, Poll. 6, 29; nach Phryn. in B. A. 45, 16 der über grobe Possen lacht.
Greek (Liddell-Scott)
καγχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, Πολυδ. Ζ΄, 29.
Greek Monolingual
ο (Α καγχαστής) καγχάζω
αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά.