σπαθίας: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spathias | |Transliteration C=spathias | ||
|Beta Code=spaqi/as | |Beta Code=spaqi/as | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like a]] <b class="b3">σπάθη, σπαθίην κτένα</b> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like a]] <b class="b3">σπάθη, σπαθίην κτένα</b> [[the broad ribs]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.296</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A like a σπάθη, σπαθίην κτένα the broad ribs, Opp.C.1.296.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς σπάθην, κτένες σπ., αἱ πλατεῖαι πλευραί, Ὀππ. Κυν. 1. 296.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση, μικρών υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
όμοιος με σπάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφ-ίας)].