ἰθυφαλλικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυφαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, [[εἶδος]] μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ.), [[Πολυδ]]. Δ΄, 53.
|lstext='''ἰθυφαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, [[εἶδος]] μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ.), Πολυδ. Δ΄, 53.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:27, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυφαλλικός Medium diacritics: ἰθυφαλλικός Low diacritics: ιθυφαλλικός Capitals: ΙΘΥΦΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: ithyphallikós Transliteration B: ithyphallikos Transliteration C: ithyfallikos Beta Code: i)qufalliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ithyphallic, of metre, Heph.15.2, Hermog.Id.1.6; τὰ ἰ. poems in such metre, D.H.Comp.4 (ἰθυφάλλια codd.), Poll.4.53.

German (Pape)

[Seite 1246] ή, όν, zum ἰθύφαλλος gehörig, ithyphallisch, z. B. μέτρον, Hephaest.; τὰ ἰθ., Gedichte in diesem Metrum, Poll. 4, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυφαλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, εἶδος μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια εἶναι ἐσφαλμ. γραφ.), Πολυδ. Δ΄, 53.

Greek Monolingual

ἰθυφαλλικός, -ή, -όν (Α) ιθύφαλλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο
2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά
ποιήματα σε ιθυφαλλικό μέτρο.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠφαλλικός: стих. итифаллический: ἰθυφαλλικὸν μέτρον итифаллический размер (состоящий из усеченной анапестической тетраподии и трохаической триподии).