τριττύαρχος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριττύαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), [[Πολυδ]]., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».
|lstext='''τριττύαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), Πολυδ., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[τρικτύαρχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους<br /><b>2.</b> ο [[τριβούνος]] του ρωμαϊκού κράτους<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] του στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριττύς]] / [[τρικτύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[τρικτύαρχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους<br /><b>2.</b> ο [[τριβούνος]] του ρωμαϊκού κράτους<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] του στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριττύς]] / [[τρικτύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριττῠαρχος Medium diacritics: τριττύαρχος Low diacritics: τριττύαρχος Capitals: ΤΡΙΤΤΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: trittýarchos Transliteration B: trittyarchos Transliteration C: trittyarchos Beta Code: trittu/arxos

English (LSJ)

ὁ,

   A chief of a τριττύς 111, IG22.641.31 (iii B. C.), Poll.8.109; = tribunus, D.H.2.7; of an officer in the army, Lib.Or.25.58; τριττυάρχης, EM768.13.

Greek (Liddell-Scott)

τριττύαρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), Πολυδ., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α
1. ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους
2. ο τριβούνος του ρωμαϊκού κράτους
3. αξιωματικός του στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + -αρχος].