ὀξυπόρος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksyporos
|Transliteration C=oksyporos
|Beta Code=o)cupo/ros
|Beta Code=o)cupo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with pointed mouth]], ἄγγος <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.406</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">quick-passing, active</b>, of medicines, Dsc.3.51. </span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with pointed mouth]], ἄγγος <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.406</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[quick-passing]], [[active]], of medicines, Dsc.3.51. </span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπόρος Medium diacritics: ὀξυπόρος Low diacritics: οξυπόρος Capitals: ΟΞΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: oxypóros Transliteration B: oxyporos Transliteration C: oksyporos Beta Code: o)cupo/ros

English (LSJ)

ον,

   A with pointed mouth, ἄγγος Opp.H.2.406.    II quick-passing, active, of medicines, Dsc.3.51.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπόρος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ στόμα, ἄγγος Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. ΙΙ. ὁ ταχέως περῶν, δραστήριος, ἐπὶ φαρμάκων, Διοσκ. 3. 58. ― Ἐπίρρ. -ρως, ἐν ταχείᾳ πορείᾳ, Θ. Στουδ. σ. 740, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ὀξυπόρος, -ον (Α)
1. (κυρίως για αγγείο) αυτός που έχει οξύ, αιχμηρό στόμιο
2. (για φάρμακο) αυτός που έχει γρήγορα αποτελέσματα, που ενεργεί γρήγορα, δραστικός.
επίρρ...
ὀξυπόρως (Μ)
με ταχύτητα, με γρήγορη πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. ακρο-πόρος.