μεσῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, [[Πολυδ]]. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]».
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσῆλιξ Medium diacritics: μεσῆλιξ Low diacritics: μεσήλιξ Capitals: ΜΕΣΗΛΙΞ
Transliteration A: mesē̂lix Transliteration B: mesēlix Transliteration C: mesiliks Beta Code: mesh=lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ,

   A middle-aged, Artem.1.31, Poll.2.12, Gp.1.12.16, Hsch.

German (Pape)

[Seite 137] ικος, von mittlerem Alter, Artemid. 1, 31; Poll. 2, 12; s. auch μεσοῆλιξ.

Greek (Liddell-Scott)

μεσῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, μεσόκοπος, Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσῆλιξ· ἀπὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα ἕως πεντήκοντα».

Greek Monolingual

μεσῆλιξ, -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)
βλ. μεσήλικος.