ἀνακλιντήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακλιντήριον''': τό, ἀνάκλιντρον, Ἐρωτιαν. σ. 88, Ἡσύχ.: [[ὡσαύτως]] καὶ ἀνάκλιντρον, τό, «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον [[ἐπίκλιντρον]] Ἀριστοφάνης ἔφη» | |lstext='''ἀνακλιντήριον''': τό, ἀνάκλιντρον, Ἐρωτιαν. σ. 88, Ἡσύχ.: [[ὡσαύτως]] καὶ ἀνάκλιντρον, τό, «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον [[ἐπίκλιντρον]] Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ςϳ, 9. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A head-rest of a couch, Erot. s.v. ἀνακλισμοῦ:—also ἀνάκλιν-τρον, τό, Poll.6.9; condemned by Phryn.130.
German (Pape)
[Seite 192] τό, = ἀνάκλιντρον, τό, Lehnstuhl, Poll., s. ἐπίκλιντρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλιντήριον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἐρωτιαν. σ. 88, Ἡσύχ.: ὡσαύτως καὶ ἀνάκλιντρον, τό, «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ςϳ, 9.