φιλόθρηνος: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόθρηνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, | |lstext='''φῐλόθρηνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· [[εἶναι]] πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ [[συχνάκις]] θρηνούμενος, [[τύμβος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί [[συχνά]], κλαψιάρης<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τον θρηνούν [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρῆνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>θρηνος</i>)]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί [[συχνά]], κλαψιάρης<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τον θρηνούν [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρῆνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>θρηνος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A fond of wailing, given to lamentations, Poll.6.202, Ptol.Tetr.71, Nonn. D.9.294.
German (Pape)
[Seite 1280] Klagen liebend, gern od. gewöhnlich klagend, γυναῖκες Nonn. D. 9, 294.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθρηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ συχνάκις θρηνούμενος, τύμβος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί συχνά, κλαψιάρης
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τον θρηνούν συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θρῆνος (πρβλ. ἀξιό-θρηνος)].