σταλεηδόνες: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=staleidones
|Transliteration C=staleidones
|Beta Code=stalehdo/nes
|Beta Code=stalehdo/nes
|Definition=[[σταλαγμοί]], Hsch. στάλη· <b class="b3">ταμεῖον κτηνῶν</b>, Id. σταλίζομαι· <b class="b3">ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας</b> (sic), Id.
|Definition=[[σταλαγμοί]], Hsch. στάλη· ταμεῖον κτηνῶν, Id. [[σταλίζομαι]]· ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας (sic), Id.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σταλαηδόνες]], αἱ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σταλαγμοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[σταλάω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>η</i>)<i>δών</i> (<b>πρβλ.</b> [[σηπεδών]], [[αλγηδών]]) διευθετημένος [[προς]] [[εξυπηρέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και [[σταλαηδόνες]], αἱ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σταλαγμοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[σταλάω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>η</i>)<i>δών</i> (<b>πρβλ.</b> [[σηπεδών]], [[αλγηδών]]) διευθετημένος [[προς]] [[εξυπηρέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 8 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλεηδόνες Medium diacritics: σταλεηδόνες Low diacritics: σταλεηδόνες Capitals: ΣΤΑΛΕΗΔΟΝΕΣ
Transliteration A: staleēdónes Transliteration B: staleēdones Transliteration C: staleidones Beta Code: stalehdo/nes

English (LSJ)

σταλαγμοί, Hsch. στάλη· ταμεῖον κτηνῶν, Id. σταλίζομαι· ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας (sic), Id.

Greek Monolingual

και σταλαηδόνες, αἱ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σταλαγμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. < σταλάω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. σηπεδών, αλγηδών) διευθετημένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών].