συκαστής: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykastis | |Transliteration C=sykastis | ||
|Beta Code=sukasth/s | |Beta Code=sukasth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ,= [[συκοφάντης]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>733.55</span>: fem. | |Definition=οῦ, ὁ,= [[συκοφάντης]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>733.55</span>: fem. [[συκάστρια]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:19, 31 May 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= συκοφάντης, EM733.55: fem. συκάστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, der Feigenpflücker. – Auch = συκοφάντης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκαστής: -οῦ, ὁ, = συκοφάντης, Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.