πολύκαμπτος: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykamptos | |Transliteration C=polykamptos | ||
|Beta Code=polu/kamptos | |Beta Code=polu/kamptos | ||
|Definition=ον = foreg., <b class="b3">μελέων π</b>. <span class="sense" | |Definition=ον = foreg., <b class="b3">μελέων π</b>. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v.l. for [[πολυπλάγκτων]] in <span class="bibl">Parm.16.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:10, 11 December 2020
English (LSJ)
ον = foreg., μελέων π. A v.l. for πολυπλάγκτων in Parm.16.1.
German (Pape)
[Seite 663] vielfach gebogen, Poll. 4, 73; auch μέλη, Parmenid. bei Arist. metaph. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαμπτος: -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. μέλη Παρμεν. 146, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 66.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο πολυκαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καμπτός (< κάμπτω), πρβλ. εύ-καμπτος].
Russian (Dvoretsky)
πολύκαμπτος: весьма гибкий (μέλη Parmenides ap. Arst.).