ὁλόπτερος: Difference between revisions
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olopteros | |Transliteration C=olopteros | ||
|Beta Code=o(lo/pteros | |Beta Code=o(lo/pteros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with whole]] (i. e. <b class="b2">undivided) wings</b>, a generic name of insects such as bees, wasps, etc., opp. [[σχιζόπτερα]], Arist. <span class="title">AP</span>0.96b39, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692b13</span>,<span class="bibl"><span class="title">IA</span>709b30</span>,<span class="bibl">713a4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:40, 13 December 2020
English (LSJ)
ον, A with whole (i. e. undivided) wings, a generic name of insects such as bees, wasps, etc., opp. σχιζόπτερα, Arist. AP0.96b39, cf. PA692b13,IA709b30,713a4.
German (Pape)
[Seite 326] mit ganzen Flügeln; τὰ ὁλόπτερα heißen die Insekten mit ungespaltenen Flügeln, wie Bienen, im Ggstz der σχιζόπτερα, Arist. part. an. 4, 12 incess. anim. 15 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόπτερος: -ον, ὁ ἔχων ὁλόκληρα πτερά· ὁλόπτερα καλοῦνται γένος ἐντόμων ἐχόντων ἀδιαιρέτους πτέρυγας, οἷον αἱ μέλισσαι, σφῆκες, κλ· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σχιζόπτερα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, περὶ Ζῴων Πορ. 10. 4., 15, 5, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόπτερος, -ον)
1. (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε αντιδιαστολή προς τα σχιζόπτερα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολόπτερα
τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μακρό-πτερος].
Russian (Dvoretsky)
ὁλόπτερος: имеющий цельные (нерасщепленные) крылья (ζῷα Arst.).