ῥόον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=roon | |Transliteration C=roon | ||
|Beta Code=r(o/on | |Beta Code=r(o/on | ||
|Definition=τό, only in | |Definition=τό, only in plural [[ῥόα]],= <b class="b3">τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα</b>, Hp. ap. Gal.19.135: but in sg., ὁῥοῦς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων Diocl. Fr.140, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου [[μόρα]] τὰ ἄωρα ξηρανθέντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. <i>ῤοῦς</i> «[[καρπός]] [[κατάλληλος]] για ειδική [[χρήση]]» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς της μουριάς]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου [[μόρα]] τὰ ἄωρα ξηρανθέντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. <i>ῤοῦς</i> «[[καρπός]] [[κατάλληλος]] για ειδική [[χρήση]]» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς της μουριάς]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 14 September 2021
English (LSJ)
τό, only in plural ῥόα,= τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα, Hp. ap. Gal.19.135: but in sg., ὁῥοῦς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων Diocl. Fr.140, cf. Hp.Mul.1.31.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (κατά τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων»
2. (κατά τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. ῤοῦς «καρπός κατάλληλος για ειδική χρήση» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς της μουριάς].