κατακυρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κατακυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[επικυρώνω]] («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῡσιν, κατακυροῡσι δ' οἱ ἄρχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δημοπρασίες) [[μεταβιβάζω]] [[επίσημα]] την [[κυριότητα]] ενός πράγματος σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[κατοχή]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> με διοικητική ή δικαστική [[απόφαση]] [[μεταβιβάζω]] σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό [[δίκαιο]] την [[κυριότητα]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(AM κατακυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[επικυρώνω]] («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῦσιν, κατακυροῦσι δ' οἱ ἄρχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δημοπρασίες) [[μεταβιβάζω]] [[επίσημα]] την [[κυριότητα]] ενός πράγματος σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[κατοχή]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> με διοικητική ή δικαστική [[απόφαση]] [[μεταβιβάζω]] σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό [[δίκαιο]] την [[κυριότητα]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM κατακυρῶ, -όω)
1. κάνω κάτι έγκυρο, επικυρώνω («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῦσιν, κατακυροῦσι δ' οἱ ἄρχοντες», Αριστοτ.)
2. (για δημοπρασίες) μεταβιβάζω επίσημα την κυριότητα ενός πράγματος σε κάποιον
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω σε κάποιον την κατοχή ενός πράγματος
2. με διοικητική ή δικαστική απόφαση μεταβιβάζω σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό δίκαιο την κυριότητα κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου
αρχ.
παθ. κατακυροῦμαι, -όομαι
καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», Ευρ.).