μονόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoptotos
|Transliteration C=monoptotos
|Beta Code=mono/ptwtos
|Beta Code=mono/ptwtos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with but one case]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>29.1</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Cat.</span> 62.4</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with but one case]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>29.1</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Cat.</span> 62.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπτωτος Medium diacritics: μονόπτωτος Low diacritics: μονόπτωτος Capitals: ΜΟΝΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: monóptōtos Transliteration B: monoptōtos Transliteration C: monoptotos Beta Code: mono/ptwtos

English (LSJ)

ον, A with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. ά-πτωτος, πολύ-πτωτος)].

Russian (Dvoretsky)

μονόπτωτος: грам. однопадежный.