πυραμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyramoeidis
|Transliteration C=pyramoeidis
|Beta Code=puramoeidh/s
|Beta Code=puramoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pyramidal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>52</span>; σχῆμα <span class="bibl">Ph.1.11</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.7.3</span>; τὸ π. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.280</span>; of the human heart, <span class="title">Corp.Herm.</span> 5.6.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pyramidal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>52</span>; σχῆμα <span class="bibl">Ph.1.11</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.7.3</span>; τὸ π. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.280</span>; of the human heart, <span class="title">Corp.Herm.</span> 5.6.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμοειδής Medium diacritics: πυραμοειδής Low diacritics: πυραμοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramoeidḗs Transliteration B: pyramoeidēs Transliteration C: pyramoeidis Beta Code: puramoeidh/s

English (LSJ)

ές, A pyramidal, Thphr.Ign.52; σχῆμα Ph.1.11, cf. Arr.An.5.7.3; τὸ π. S.E.M.10.280; of the human heart, Corp.Herm. 5.6.

German (Pape)

[Seite 820] ές, Pyramiden ähnlich, Arr. An. 5, 7, 8, πλέγματα.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πυραμίδα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 7, 8· τὸ πυραμοειδὲς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 280.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ο όμοιος ως προς το σχήμα με πυραμίδα, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
ανατ. σχηματισμός σε σχήμα πυραμίδας (α. «πυραμοειδές οστό» β. «πυραμοειδής μυς της κοιλίας» γ. «πυραμοειδής μυς του αφτιού» δ. «πυραμοειδής μυς της μύτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. πυραμιδοειδής με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς < ἀμφιφορεύς)].

Russian (Dvoretsky)

πῡρᾰμοειδής: пирамидальный (κεφαλὴ φυτῶν Arst.).